Animated - Angels Pictures, Images and Photos

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Επιλεγμένες παραβολές από το Βουδισμό(NTR)









Ταξίδευαν τρεις γυναίκες και ξαφνικά είδαν στο δρόμο ένα μεγάλο λάκκο και ανακαλύπτουν πως μέσα βρισκόταν παγιδευμένη η Ευτυχία.
Και τότε η πρώτη γυναίκα λέει:
- Ευτυχία, θέλω να με κάνεις όμορφη.
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια καλλονή και ευτυχισμένη έφυγε.
Η δεύτερη γυναίκα ζήτησε:
- Ευτυχία, θέλω να με κάνεις πλούσια.
Αμέσως εμφανίσθηκε μπροστά της ένα σακούλι γεμάτο χρυσαφικά και διαμάντια, η γυναίκα το αρπάζει και ευτυχισμένη έφυγε.
Μόνο η τρίτη γυναίκα δεν έλεγε τίποτα και τότε η Ευτυχία της είπε μες απ' το λάκκο:
- Πες' μου κι εσύ, τι θέλεις να σου δώσω;
Και τότε η γυναίκα έσκυψε, άπλωσε το χέρι της και είπε:
- Δώσε μου το χέρι σου, και απλώς έβγαλε την Ευτυχία από το λάκκο.
Μετά συνέχισε το δρόμο της. Η Ευτυχία χαμογέλασε και την ακολούθησε.
Αν είσαι αγαθός και ανιδιοτελής τότε η Ευτυχία θα σου χαμογελάσει και πάντα θα τρέχει από πίσω σου.










Ένας μεγάλος γάτος βλέπει ένα γατάκι να κυνηγά την ουρά του και το ρωτά:
- Γιατί κυνηγάς την ουρά σου;
Και το γατάκι λέει:
- Έχω μάθει ότι το καλύτερο πράγμα για τις γάτες είναι η ευτυχία κι αυτή η ευτυχία είναι η ουρά μου. Γι' αυτό την κυνηγώ, κι όταν την πιάσω, θα 'χω την ευτυχία.
Είπε τότε ο μεγάλος γάτος:
- Κι εγώ το ίδιο, γιε μου, έχω δώσει προσοχή στα προβλήματα της ύπαρξης, κι εγώ το ίδιο έκρινα ότι η ευτυχία βρίσκεται στην ουρά μου. Αλλά παρατήρησα πως όσο πιο πολύ την κυνηγούσα τόσο περισσότερο έφευγε μακριά μου, ενώ όταν κοιτάζω τη δουλειά μου, αυτή έρχεται ξοπίσω μου, όπου και να πάω.




Ένας άνθρωπος αιχμαλώτισε ένα καναρίνι, που του είπε:
- Τι θέλεις από μένα; Δες τα ισχνά πόδια μου και το μικροσκοπικό κεφάλι μου. Τι μπορείς να πάρεις από μένα; Δώσε μου την ελευθερία μου και θα σου πω τρεις χρήσιμες αλήθειες.
- Τρεις αλήθειες;
- Ναι. Aκουσε με καλά. Θα σου πω την πρώτη ενώ με κρατάς στο χέρι σου. Θα σου πω τη δεύτερη όταν θα είμαι ασφαλές πάνω σ' ένα κλαδί. Θα σου πω την τρίτη όταν θα έχω φτάσει στην κορυφή αυτού του λόφου.
- Εντάξει, είπε ο άνθρωπος, πες μου την πρώτη.
Τότε το καναρίνι του είπε:
- Αν χάσεις κάτι, ακόμα κι αν είναι τόσο πολύτιμο όσο η ζωή σου, μη λυπηθείς γι' αυτό ούτε στιγμή.
Ο άνθρωπος κράτησε το λόγο του και άνοιξε το χέρι του. Το καναρίνι πέταξε σ' ένα κλαδί, απ' όπου είπε τη δεύτερη αλήθεια:
- Αν σου πουν κάτι παράλογο, μην το πιστέψεις πριν σου το αποδείξουν!
Το πουλί πέταξε μέχρι την κορυφή του λόφου.
- Ποια είναι η τρίτη αλήθεια; ρώτησε ο άνθρωπος.
- Είναι, πως στο κορμί μου υπάρχουν δυο υπέροχα κοσμήματα που ζυγίζουν πολύ. Αν με είχες σκοτώσει, τώρα θα ήταν δικά σου.
Ο άνθρωπος έπεσε κάτω απογοητευμένος και δάγκωσε το δάχτυλό του μέχρι να ματώσει.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε το πουλί που γελούσε. Σηκώθηκε και το ρώτησε γιατί γελάει.
- Είσαι ανόητος, του είπε το πουλί, σου είπα πρώτα να μη λυπηθείς ποτέ για κάτι που έχασες. Εσύ λυπήθηκες για τα κοσμήματα. Σου είπα μετά να μην πιστέψεις ποτέ έναν παραλογισμό, με κανέναν τρόπο. Σου είπα ότι έχω δυο κοσμήματα που ζυγίζουν πολύ κι εσύ το πίστεψες, παρόλο που όλο το κορμί μου είναι πολύ ελαφρύ.
Αντίο, είσαι ανόητος.




Ένα όμορφο ελάφι, θαύμαζε τα κέρατά του και μισούσε τα άσχημα πόδια του.
Μια μέρα όμως, παρουσιάστηκε ένας κυνηγός και τα άσχημα πόδια του ελαφιού του επέτρεψαν να το σκάσει και να σωθεί.
Αργότερα, τα όμορφα κέρατά του μπλέχτηκαν μέσα στους θάμνους και πριν μπορέσει να ξεφύγει το πυροβόλησαν.









Μια φορά σ' ένα χωριό, οι κάτοικοι είδανε τη συγχωριανή τους, τη Ραμπιά να ψάχνει κάτι στον δρόμο, δίπλα στο μικρό σπιτάκι της.
Καημένη, ηλικιωμένη γυναίκα... Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω της και ρωτούσαν, τι ψάχνει. Εκείνη απάντησε, πως έχασε τη βελόνα της. Όλοι ήθελαν να βοηθήσουν και άρχισαν να ψάχνουν μαζί της. Μετά κάποιος είπε:
- Ραμπιά, ο δρόμος είναι μεγάλος και η βελόνα είναι πολύ μικρή, πλησιάζει η νύχτα, σε λίγο θα σκοτεινιάσει. Μήπως μπορείς να θυμηθείς πού ακριβώς έπεσε η βελόνα;
Η Ραμπιά απάντησε:
- Την έχασα μέσα στο σπίτι.
- Τρελάθηκες, φώναξαν οι άνθρωποι, η βελόνα έπεσε μέσα στο σπίτι, και εσύ την ψάχνεις έξω στο δρόμο;
- Αφού εδώ είναι ακόμα μέρα, ενώ το σπίτι μου είναι σκοτεινό.
Κάποιος, είπε:
- Ακόμη κι αν εδώ έχει φως, πώς μπορείς να βρεις κάτι που χάθηκε αλλού; Το σωστό θα ήταν να φέρουμε φως μες' στο σπίτι και να ψάξουμε εκεί.
Τότε η Ραμπιά χαμογέλασε και είπε:
- Ναι, πραγματικά είστε αρκετά έξυπνοι όταν η υπόθεση αφορά ασήμαντα πράγματα. Όταν όμως αφορά την εσωτερική σας ζωή, εσείς ψάχνετε έξω. Ξέρω καλά, πως εκείνο που ψάχνετε είναι μέσα σας. Γιατί ψάχνετε την ευτυχία και την γαλήνη έξω; Μήπως εκεί τις χάσατε;








Ο μεγάλος Πατισάχ φώναξε τους σοφούς του και τους διέταξε:
- Επινοήστε για μένα μια ρήση οι οποία θα με γαληνέψει. Όταν θα είμαι θλιμμένος θα μου φέρει χαρά, ενώ τις στιγμές ευτυχίας θα μου προξενεί λύπη. Δεν πρέπει να είναι μεγάλο, γιατί θέλω πάντα να είναι μαζί μου.
Μετά από τρεις μέρες οι σοφοί προσέφεραν στον Πατισάχ ένα δαχτυλίδι στο οποίο ήταν χαραγμένες αυτές οι λέξεις:
"Κι αυτό θα περάσει".






Ο Βούδας πέθαινε.
Σαράντα χρόνια περπατούσε και χιλιάδες άνθρωποι τον ακολουθούσαν. Απευθυνόμενος στους μαθητές του είπε:
- Είναι η τελευταία μου μέρα. Εάν έχετε κάτι να ρωτήσετε, είναι ευκαιρία. Ήρθε η ώρα, που ο καθένας πρέπει να πάρει το δρόμο του.
Βαθύ σκοτάδι σκέπασε τους μαθητές του. Ο Ανάντα, ο αγαπημένος μαθητής έκλαιγε σαν μικρό μωρό, τα δάκρυα κυλούσανε από τα μάτια του και από την απελπισία χτυπούσε το στήθος του.
- Σε παρακαλώ, σταμάτα Ανάντα, είπε ο Βούδας.
- Τι θα κάνουμε χωρίς εσένα; είπε ο Ανάντα. Ήσουν εδώ κι όλοι εμείς περπατούσαμε με το φως που εξέπεμπες. Όλα ήταν ασφαλή και σίγουρα. Ξεχάσαμε εντελώς πως υπάρχει σκότος. Ακολουθώντας εσένα, όλα για μας ήταν φως. Τώρα που φεύγεις, τι θα κάνουμε;
Και συνέχιζε το κλάμα και τους στεναγμούς.
- Σαράντα χρόνια περπατούσες μέσα απ' το δικό μου φως και ακόμη δεν κατάφερες να εκπέμψεις δικό σου; Όσο περισσότερο περπατάς μέσα από το δανεισμένο φως, τόσο περισσότερο μιμείσαι και χάνεις το δικό σου. Όχι, καλύτερα να φύγω!
Οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισε ο Βούδας ήταν:
- Να είστε φως για τον εαυτό σας.




Σ' ένα χωριό ζούσε ένας γέρος. Ήταν από τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους του κόσμου. Όλο το χωριό τον απέφευγε. Πάντα ήταν σκυθρωπός, πάντα είχε παράπονα, πάντα με κακή διάθεση... Όσο περισσότερο ζούσε, τόσο πιο πικρόχολος γινόταν, τόσο περισσότερο φαρμάκι είχαν τα λόγια του.
Όμως μια φορά, όταν έγινε ογδόντα ετών, συνέβηκε το απίστευτο. Η φήμη στιγμιαίως διαδόθηκε σ' όλο το χωριό: "Ο γέρος είναι ευτυχισμένος, δεν παραπονιέται πια, χαμογελάει, άλλαξε και το πρόσωπό του, έγινε αγνώριστος".
Μαζεύτηκε όλο το χωριό. Ρώτησαν το γέρο:
- Τι έγινε; Τι έπαθες;
- Τίποτα, απάντησε ο γέρος, ογδόντα χρόνια προσπαθούσα να γίνω ευτυχισμένος και δε μου βγήκε. Αποφάσισα να ζήσω χωρίς ευτυχία. Γι' αυτό είμαι ευτυχισμένος.










Ένας άνδρας και μια γυναίκα, παρ' όλο που έζησαν μαζί 30 χρόνια, δεν είχαν παιδιά.
Την ημέρα του τριακοστού έτους της συζυγικής ζωής, η γυναίκα όπως πάντα, έψησε ένα στρογγυλό ψωμάκι. Τέτοια ψωμάκια έκανε κάθε πρωί. Ήταν σαν παράδοση. Όπως πάντα, το έκοψε εγκάρσια στα δύο και άπλωσε το χέρι της με το πάνω μέρος της κόρας του ψωμιού στον σύζυγό της, όμως μετά σταμάτησε την κίνηση του χεριού και σκέφτηκε: "Την ημέρα του τριακοστού έτους της συζυγικής ζωής μας, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να φάω εγώ αυτό το ροδοκόκκινο μέρος του ψωμιού. 30 χρόνια το ονειρευόμουνα. Στο κάτω-κάτω 30 χρόνια ήμουν πιστή και καλή σύζυγος και νοικοκυρά, πόσες δυνάμεις και υγεία αφιέρωσα στην οικογένειά μας".
Η γυναίκα πήρε την απόφαση και έδωσε στον σύζυγό της το κάτω μέρος του ψωμιού, ενώ το χέρι της έτρεμε από την παραβίαση της παράδοσης 30 ετών!
Ο άνδρας της πήρε το κάτω μέρος του ψωμιού και είπε συγκινημένος:
- Πόσο ανεκτίμητο δώρο μου έκανες σήμερα, αγάπη μου! Εδώ και 30 χρόνια δεν έχω φάει το κάτω μέρος του ψωμιού που μου αρέσει πάρα πολύ, γιατί πάντα θεωρούσα, πως δίκαια ανήκει σ' εσένα.












Ο Aνεμος συνάντησε ένα όμορφο Λουλούδι και το αγάπησε.
Όταν εκείνος τρυφερά χάιδευε το Λουλούδι, εκείνο απαντούσε με πιο μεγάλη αγάπη που εκφραζόταν με πιο έντονα χρώματα και δυνατό άρωμα.
Όμως ο Aνεμος ήταν αχόρταγος και σκέφτηκε:
"Εάν δώσω στο Λουλούδι όλη μου τη δύναμη και την ισχύ, αυτό θα μου χαρίσει κάτι πολύ ωραίο και μεγάλο".
Η αναπνοή της αγάπης του ήταν τόσο δυνατή, ώστε το Λουλούδι δεν άντεξε αυτό το πάθος και λύγισε. Ο άνεμος απεγνωσμένα προσπαθούσε να το σηκώσει και να το αναστήσει, αλλά δε μπόρεσε. Τότε ηρέμησε και με την τρυφερή ανάσα της αγάπης, προσπάθησε να αναζωογονήσει το Λουλούδι, αλλά εκείνο μαραινόταν μπροστά στα μάτια του.
Τότε ο Aνεμος φώναξε με οργή:
- Εγώ σου έδωσα όλη τη δύναμη της αγάπης μου, αλλά εσύ δεν έχεις δυνάμεις να μου απαντήσεις με το ίδιο πάθος. Εσύ δε μ' αγαπούσες!
Όμως το Λουλούδι δεν απάντησε, γιατί ήταν νεκρό.
Εκείνος που αγαπά, πρέπει να θυμάται πως η αγάπη μετριέται όχι με δύναμη και πάθος, αλλά με τρυφερότητα και στοργικότητα.











Ο μαθητής ενός Γκουρού έκανε και τη δουλειά του νεροκουβαλητή. Το νερό το έφερνε απ' την πηγή στο σπίτι του δασκάλου, με δύο στάμνες, κρεμασμένες από ένα μακρύ κονταρόξυλο στηριγμένο στους ώμους. Η μία στάμνα είχε ρωγμή, ενώ η άλλη ήταν εντάξει και πάντα έφερνε όλο το νερό στο σπίτι. Η στάμνα με τη ρωγμή έφερνε μόνο το μισό νερό.
Δυο χρόνια, καθημερινά ο μαθητής έφερνε στο σπίτι μόνο μιάμιση στάμνα νερό. Βεβαίως η γερή στάμνα περηφανευόταν για τα κατορθώματά της, αλλά η ελαττωματική στάμνα ένιωθε ντροπή και ήταν πολύ δυστυχισμένη γιατί δεν έκανε τη δουλειά της όπως θα έπρεπε.
Μια μέρα, δίπλα στην πηγή η στάμνα με το κουσούρι, μίλησε στον νεροκουβαλητή και είπε:
- Σου ζητώ συγνώμη, νιώθω τύψεις απέναντί σου.
- Γιατί; Τι έγινε;
- Στη διάρκεια των δύο χρονών, μπόρεσα να κουβαλήσω στο σπίτι μόνο το μισό νερό. Εξ αιτίας αυτής της ρωγμής έχανα το άλλο μισό στο δρόμο, απ' την πηγή στο σπίτι. Αυτό το ελάττωμά μου, δε σου έδωσε τη δυνατότητα να έχεις το καλύτερο αποτέλεσμα του κόπου σου, είπε η στάμνα με στενοχώρια.
Ο μαθητής του Γκουρού ένιωσε λύπη για την παλιά ραγισμένη στάμνα και αφού ήταν καλός άνθρωπος, είπε:
- Τώρα, όταν θα επιστρέφουμε στο σπίτι του δασκάλου, θέλω να προσέξεις τα όμορφα λουλούδια στον δρόμο προς το σπίτι.
Πράγματι, από τη μια πλευρά του δρόμου είχε πολύ όμορφα λουλούδια και η στάμνα τα είδε. Τότε ο νεροκουβαλητής σταμάτησε και είπε:
- Ελπίζω να αντιλήφθηκες, πως τα λουλούδια φυτρώνουν μόνο απ' τη δική σου πλευρά και όχι από την πλευρά της γερής στάμνας; Εγώ από την πρώτη στιγμή ήξερα για το ελάττωμά σου και το χρησιμοποίησα προς όφελος. Έσπειρα λουλούδια από την πλευρά σου και εσύ κάθε μέρα τα πότιζες με τη ρωγμή σου. Έτσι, στη διάρκεια των δύο ετών, μάζευα όμορφα λουλούδια για να στολίζω το τραπέζι του δάσκαλού μου. Χωρίς εσένα, έτσι όπως είσαι με ελάττωμα, δε θα είχαμε αυτή την ομορφιά στο σπίτι.



Μια φορά, στον βασιλιά της Ινδίας Ακμπάρ, έστειλαν ως δώρο τρία μικρά αγαλματάκια ανθρώπων από χρυσό και μια επιστολή. Η επιστολή έλεγε ότι το κάθε αγαλματάκι κάτι συμβολίζει και ότι έχουν διαφορετική τιμή.
Ο βασιλιάς φώναξε τους συμβούλους του και τους διέταξε να βρουν τον συμβολισμό. Πολύ καιρό οι σοφοί μελετούσαν τα αγαλματάκια. Τα ζύγισαν, τα μέτρησαν, βρήκαν τον βαθμό του χρυσού, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν ούτε εξωτερικές, ούτε εσωτερικές διαφορές. Στο τέλος, όλοι οι σύμβουλοι αναγνώρισαν την αδυναμία τους να λύσουν το πρόβλημα.
Μόνο ο σοφός Μπιρμπάλ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του.
Τελικά, βρήκε κάτι πολύ μικροσκοπικές τρύπες στ' αυτιά και των τριών αγαλματιδίων και βάζοντας ένα πολύ λεπτό χρυσό σύρμα στ' αυτί του πρώτου αγαλματιδίου, το σύρμα βγήκε από το άλλο αυτί.
Στο δεύτερο αγαλματάκι το σύρμα βγήκε από το στόμα, ενώ στο τρίτο από τον αφαλό.
Ο Μπιρμπάλ σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:
- Η λύση βρέθηκε.
Το πρώτο αγαλματάκι συμβολίζει τον άνθρωπο στο αυτί του οποίου μπαίνουν τα λόγια και από το άλλο βγαίνουν.
Το δεύτερο δείχνει τον άνθρωπο ο οποίος ακούει κάτι και αμέσως σπεύδει να το πει σε άλλους, χωρίς να σκεφτεί για αυτά που άκουσε.
Το τρίτο δείχνει τον άνθρωπο που κρατάει αυτά που άκουσε και τα περνάει από την καρδιά του.
Αυτό το αγαλματάκι είναι το πιο πολύτιμο.




Μια φορά ο σκορπιός παρακάλεσε τη χελώνα να τον μεταφέρει στην άλλη όχθη του ποταμού.
Ο σκορπιός καθόταν ήσυχα πάνω στο καβούκι, όμως όταν έφτασαν στην όχθη ξαφνικά τσίμπησε την χελώνα.
Εκείνη εξοργισμένη είπε:
- Η φύση μου με παρακινεί να βοηθάω τον καθένα. Γι' αυτό βοήθησα κι εσένα. Πώς μπόρεσες να με τσιμπήσεις; Αυτό ήταν άτιμο!
- Συγνώμη, φίλε μου, όμως η δική σου φύση είναι να βοηθάς, ενώ η δική μου να τσιμπάω. Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί την δική σου φύση θεωρείς αρετή, αλλά την δική μου ατιμία;




Μια ηλικιωμένη γυναίκα πάντα έκλεγε.
Είχε δύο κόρες, τη μεγάλη παντρεύτηκε τον έμπορα που πουλούσε ομπρέλες και τη μικρή που παντρεύτηκε τον έμπορα που πουλούσε λαζάνια. Έκλεγε, γιατί όταν είχε καλό καιρό αυτή σκεφτόταν τη μεγάλη κόρη
"Τι δυστυχία! Ο καιρός είναι καλός και κανένας δε θ' αγοράσει από το περίπτερο της κόρης μου ομπρέλες".
Όταν, όμως ο καιρός ήταν κακός και έβρεχε, αυτή σκεφτόταν τη μικρή κόρη:
"Η κόρη μου δε θα πουλήσει λαζάνια αφού δεν υπάρχει ήλιος να τα αποξεραίνει. Τι θα κάνει η καημένη!"
Και έτσι έκλεγε και θρηνούσε και με καλό καιρό και με κακό, μια φορά για τη μεγάλη κόρη και άλλη φορά για τη μικρή. Οι γείτονες την λυπόντουσαν, όμως δεν ήξεραν πώς να την βοηθήσουν.
Μια φορά την είδε να κλαίει ένας καλόγερος και όταν άκουσε την αιτία γέλασε και είπε:
- Θα σου πω τον τρόπο πώς να απαλλαχθείς από την δυστυχία και δε θα κλαις άλλο.
Πρέπει ν' αλλάξεις τρόπο σκέψης, αυτό είναι όλο:
όταν είναι καλός ο καιρός θα σκέφτεσαι όχι την μεγάλη κόρη, αλλά τα λαζάνια της μικρής κόρης, θα λες: "Τι ωραία! Τα λαζάνια της μικρής μου κόρης θα ξεραίνονται με καλύτερο τρόπο και θα πουλήσει πολλά".
Ενώ όταν θα έχουμε βροχή να σκεφτείς τη μεγάλη κόρη: "Να και η βροχή! Σήμερα η κόρη μου θα πουλήσει πολλές ομπρέλες".





Ένας από τους μαθητές του Βούδα τον ρώτησε:
- Τι πρέπει να κάνω, αν κάποιος με χτυπήσει;
Ο Βούδας είπε:
- Εάν από το δέντρο πέφτει ένα ξερό κλαδί και σε χτυπήσει, τι θα κάνεις;
Ο μαθητής είπε:
- Αυτό θα είναι τυχαίο περιστατικό, απλή σύμπτωση που βρέθηκα κάτω από το δέντρο όταν έπεσε το κλαδί. Θα συνεχίσω το δρόμο μου.
- Το ίδιο πρέπει να κάνεις και όταν κάποιος σε χτυπήσει. Ίσως έχει κάποιο πρόβλημα, ήταν αγανακτισμένος ή δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Είναι το ίδιο σαν να έπεσε πάνω σου το κλαδί. Συνέχισε το δρόμο σου, σαν να μη έγινε τίποτα.




Ένας άνθρωπος που έψαχνε τον Θεό ήρθε στον μαχάτμα Ραμανούντζα και του είπε:
- Θέλω να βρω τον δρόμο προς τον Θεό. Βοήθησέ με!
Ο Ραμανούντζα τον κοίταξε με προσοχή και είπε:
- Πες μου, αγαπούσες κάποιον άνθρωπο;
- Δε μ' ενδιαφέρουν οι άνθρωποι. Εγώ θέλω να 'ρθω στον Θεό!
- Σε παρακαλώ, θυμήσου, αγάπησες ποτέ κάποια γυναίκα, παιδί ή κάποιον άλλο;
- Εγώ σου είπα πως δεν είμαι απλός άνθρωπος. Είμαι άνθρωπος που ψάχνει τον δρόμο προς τον Θεό. Τα υπόλοιπα δε μ' ενδιαφέρουν. Δεν αγάπησα κανέναν.
Τα μάτια του Ραμανούντζα γέμισαν βαθιά θλίψη και είπε στον άνθρωπο:
- Είναι αδύνατον να βρεις αυτό το δρόμο. Πρώτα πρέπει αληθινά ν' αγαπήσεις κάποιον άνθρωπο. Αυτό θα είναι το πρώτο σκαλοπάτι προς τον Θεό. Με ρωτάς για το τελευταίο σκαλοπάτι, ενώ ο ίδιος δεν πάτησες ούτε στο πρώτο.
Πήγαινε και αγάπησε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου